Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2012

Marche Funèbre

Στις 24 Οκτωβρίου έκλεισε ένας τεράστιος κύκλος στη ζωή μου. Είναι κάποια πράγματα που συμβαίνουν και φαινομενικά τα ξεπερνάς εύκολα, τα εκλογικεύεις, τα ταξινομείς και τα θεωρείς λήξαντα, όμως δεν είναι. Για παράδειγμα, πριν 25 περίπου ώρες, καθώς βάδιζα για το σπίτι των γονιών μου, ένιωσα τρομακτικά μόνος, καθώς θα ήταν η πρώτη αλλαγή χρονιάς που θα ήμασταν χωρίς τη γιαγιά μας (την τελευταία από τη γενιά των παππούδων και γιαγιάδων). Κοντοστάθηκα, και άφησα το ρίγος να με διαπεράσει, και λογικά σκέφτηκα ότι αυτό ήταν για καλό, καθώς η γιαγιά μας υπέφερε τα τελευταία χρόνια της ζωής της. Επίσης πρόλαβα να σκεφτώ ότι ο θάνατός της δεν απειλούσε με καμία έννοια την ενότητα της οικογένειας, προτού συνειδητοποιήσω ότι αυτή θα ήταν η δεύτερη αλλαγή χρονιάς, ότι η γιαγιά πέθανε πριν 1,5 χρόνο, και ότι -παρόλο που και ο δικός της θάνατος με απασχολούσε προφανώς σε κάποιο υποσεινήδητο επίπεδο- άλλος ήταν ο θάνατος που με ενοχλούσε εκείνη τη στιγμή.

Στις 24 Οκτωβρίου, όπως ξεκίνησα και πριν να λέω, έκλεισε ένας τεράστιος κύκλος στη ζωή της οικογένειάς μου, αλλά και στη δική μου ειδικά. Ήταν η ημέρα που κάναμε ευθανασία στο σκυλί μας. Είχε γεράσει, είχε πάθει εκφυλιστική μυελοπάθεια, ή κάτι παρεμφερές, και δεν υπήρχαν και πολλές εναλλακτικές από ένα σημείο και μετά. Είχαμε βρει ένα φάρμακο που επιβράδυνε την εξέλιξη της νόσου, αν και δεν ανέστρεφε τα συμπτώματά της. Τις φορές που επισκεπτόμουν τους γονείς μου και βγαίναμε με τον (***) βόλτα, τον έβλεπα να κυρτώνει τη μια του πατούσα μερικές φορές και να την πατάει ανάποδα, να δυσκολεύεται να σηκωθεί, να περπατήσει, να μπει μέσα στις πρασιές πάνω από το πεζούλι. Να δυσκολεύεται να σηκωθεί από το πάτωμα της κουζίνας, επειδή γλιστρούσαν τα πέλματά του, να κοιτάζει προς τη πλευρά μου όταν έμπαινα στο σπίτι, αντί να σηκώνεται όπως παλιότερα. Να αγριεύει με μένα ή με τους γονείς μου όταν προσπαθούσαμε να τον βοηθήσουμε να σηκωθεί. Να έχει αυξανόμενη ακράτεια.

Υπάρχει η άποψη ότι προσδίδουμε ανθρώπινα χαρακτηριστικά στα ζώα, και συμφωνώ με αυτήν. Δεν θα πω λοιπόν ότι λυπόταν για την κατάσταση που είχε φτάσει ή ότι κοιτούσε με ένοχο η λυπημένο βλέμμα. Θα πω όμως ότι η γιαγιά μου ήταν κοκέτα. Ναι, αλλάζω ελαφρώς θέμα. Μέχρι και τα 97 της, όταν περνούσε από καθρέφτη κοντοστεκόταν και έφτιαχνε το μαλλί της λίγο, ίσιωνε τη ζακετίτσα της μέχρι να ικανοποιηθεί από το αποτέλεσμα με το συνοδευτικό σχόλιο ότι "χάλια έχει γίνει, έχει γεράσει". Και τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής της που ήταν κατάκοιτη, και με σχετικά προχωρημένη άνοια, είμαι σίγουρος ότι θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να παραμελήσει τόσο τον εαυτό της. Θα προτιμούσε να είχε πεθάνει προτού χρειαστεί να περάσει από τις πάνες ακράτειας στις κανονικές πάνες είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, προτού ανοίξουν πληγές από την κατάκλιση στην πλάτη και τα πόδια της, παρά τα ειδικά στρώματα, προτού τα μαλλιά της γίνουν μια μεγάλη τζίβα στο πίσω μέρος του κεφαλιού της, παρά τις προσπάθειές μας, με αποτέλεσμα να της τα κόβουμε πολύ κοντά. Δεν θα το ήθελε αυτό.

Όμως, ήταν γιαγιά μας, την αγαπούσαμε και δεν υπήρχε άλλο ενδεχόμενο να εξετάσουμε. Έπαιρνε βιταμίνες, και ο οργανισμός άντεξε πολύ παραπάνω από ό,τι η συνοχή του μυαλού της. Στους τελευταίους μήνες της ζωής της σπάνια επικοινωνούσε, δεν ξέραμε αν είχε επίγνωση ότι ήμασταν πλάι της και απλώς μας κρατούσε μούτρα ή αν απλώς ήταν απούσα. Μερικές μέρες πριν πεθάνει, έπαθε δύο απανωτά εγκεφαλικά. Όταν επανήλθε, 2 μέρες πριν πεθάνει, την επισκέφτηκα. Αν και δεν μπορούσε να μιλήσει και δεν έδειχνε να αντιλαμβάνεται πλήρως, έκατσα και της μίλησα. Της είπα να μην κουράζεται άλλο εδώ, να φύγει για να ηρεμήσει και η ίδια. Και όπως ήταν λογικό με πήραν τα κλάματα γιατί κατάλαβα ότι αποχαιρετούσα τη γιαγιά μου, τη γιαγιά που με είχε μεγαλώσει όταν δούλευαν οι γονείς μου, τη γιαγιά που μου είχε αδυναμία γιατί είχα το όνομα του παππού, τη γιαγιά που έμενε μαζί μας από τα 15 μου όταν πέθανε ο παππούς, τον τελευταίο ζώντα δεσμό με δύο γενιές πριν. Όταν με πήραν τα κλάματα, καθισμένος όπως ήμουν στο πλάι της, η γιαγιά αναδύθηκε από όποια κρυψώνα είχε στο μυαλό της, άπλωσε τα χέρια της σε μένα και καρφώνοντας τα μάτια της σε μένα, είπε κάτι ακατάληπτα παρηγορητικό, μια μακριά σειρά φωνηέντων που με παρακαλούσαν με τον τόνο της φωνής που τα πρόφερε να μην κλαίω και να σταματήσω. Σταμάτησα. Μιάμιση μέρα μετά η γιαγιά πέθανε. Σχεδόν χάρηκα. Πιο σωστά, ανακουφίστηκα.

Επιστρέφω στο σκυλί μας. Ήταν το ίδιο πράγμα, μόνο που για κάποιο λόγο στη χώρα μας μπορείς να επιλέξεις έναν ευπρεπή θάνατο για το κατοικίδιο σου, ενώ τους ανθρώπους που αγαπάς αναγκάζεσαι να τους δεις να μετατρέπονται σε μια ζωντανή μάζα με ασθενή σφυγμό και ακόμα και τότε δεν έχεις άλλες επιλογές. Είχα ξεκαθαρίσει στους γονείς μου ότι αν του κάνουν ευθανασία, ήθελα να είμαι παρών. Αισθανόμουν ότι του το όφειλα. Με έναν τρόπο η γιαγιά και ο (***) ήταν οι προσθήκες που εμπλούτιζαν την κατά τα άλλα απόλυτα πυρηνική οικογένειά μας. Τον (***) τον είχαμε δεκατεσσεράμισι χρόνια, έφηβος ήμουν και τώρα είμαι τριάντα ένα.

Κοιμόταν στο δωμάτιο μου τα περισσότερα βράδια, από το λύκειο στο πανεπιστήμιο, μέχρι που πήγα στρατό. Εκεί άρχισε να πηγαίνει στων γονιών το δωμάτιο. Μετά το στρατό είχαμε αλλάξει σπίτι, δεν έμεινα πολύ στο σπίτι, έφυγα για μεταπτυχιακό, και μετά μετακόμισα. Ζήτησα από τους γονείς μου να τον πάρω μαζί μου, αρνήθηκαν. Τον έβλεπα όμως κάθε που τους επισκεπτόμουν, ή τον κρατούσα μερικές μέρες όταν έπρεπε να λείψουν εκτός πόλης. Η σχέση μας είχε αλλάξει. Πλέον αποζητούσε τον πατέρα μου, εγώ είχα γίνει απλώς ένα μέλος της αγέλης με τακτικές εμφανίσεις, αλλά όχι μόνιμο. Όχι ότι δεν παίζαμε. Όχι ότι δεν με αγαπούσε, ή ότι δεν ήταν συναισθηματικός μαζί μου.

Οπότε πήγαμε στο γιατρό, έναν εκπληκτικό κτηνίατρο που συμπεριφέρθηκε με τρομερό σεβασμό και σε μας ενημερώνοντάς μας για το τι κάνει, και πιο σημαντικό, με τρομερό σεβασμό στο σκυλί. Δεν μπόρεσα να παρακολουθήσω ακριβώς τι μας είπε όσο προετοίμαζε την ένεση, με είχαν πιάσει δυνατοί λυγμοί. Είχα στραφεί από την άλλη μεριά, να μην με βλέπει ο πατέρας μου, ο (***), ο κτηνίατρος ή οι δύο κοπέλες που εργάζονταν και αυτές εκεί. Είχα κολλήσει στην πόρτα του γραφείου, έχοντας επίγνωση ότι τα κλάματά μου ακούγονται πιο έντονα έτσι στην αίθουσα αναμονής, όπου υπήρχαν τρία άτομα με δύο σκυλιά, νιώθοντας μια αμυδρή αίσθηση ντροπής που εκδήλωνα έτσι τα αισθήματά μου. Όταν χορηγήθηκε η ένεση, χάιδεψα το τρίχωμα του, προτού περάσει ένα λεπτό είχε τελειώσει. Πλέον δεν είχαμε σκυλί, δεν είχαμε γιαγιά, είχαμε μείνει πάλι μία οικογένεια πυρηνική, πιο φτωχή κατά δύο πια μέλη. Πλέον δεν θα μπορούσαμε να σχολιάσουμε τη συμπεριφορά του, ούτε να τον πειράξουμε που καθόταν κάτω από το τραπέζι, ούτε να τον χαϊδεύουμε με τα πόδια μας την ώρα του φαγητού, τίποτα.

Σε κάποια στιγμή στάθηκα από πάνω του και πρόσεξα ότι είχε ανοιχτά μάτια. Ορμώμενος από τόσες ταινίες και ιστορίες, θεώρησα ότι έπρεπε να τα κλείσω. Φοβήθηκα ότι το άγγιγμα θα πυροδοτούσε νέα κλάματα και πήρα βαθιά ανάσα. Τα μάτια δεν έκλεισαν με την πρώτη προσπάθεια. Δεν υπήρχε όμως δεύτερη. Μπροστά μου πλέον δεν ήταν το σκυλί που είχα αγαπήσει δεκατεσσεράμισι χρόνια. Ήταν απλώς η σορός του, ένα άδειο κουφάρι. Ο ίδιος είχε φύγει, νεκρός και ήρεμος πια.

Η γνώση ότι είχε τελειώσει, ότι δεν θα έκλαιγε πια επειδή πονούσε, ότι δεν θα σκόνταφτε και δεν θα μπορούσε να σηκωθεί, η γνώση ότι είχε τελειώσει με ηρέμησε. Δεν έκλαψα άλλο και μέχρι απόψε που κάθισα να τα γράψω δεν είχα κλάψει ξανά για αυτόν. Εκείνη την ημέρα πήρα την αλυσίδα του και το λουρί του, τα έχω κρατημένα, ευχαρίστησα με τον πατέρα μου τον κτηνίατρο, και φύγαμε. Βγαίνοντας, προσπερνώντας τους ανθρώπους και τα σκυλιά στην αίθουσα αναμονής, έχοντας καρφωμένο το βλέμμα μου στην έξοδο για να μην πιάσω καμιά ματιά τους είχα την τρομακτική συνειδητοποίηση ότι στην περίπτωση της γιαγιάς μου δεν είχα κλάψει τόσο σπαρακτικά.

Και για να επιστρέψω στη αφήγηση της χθεσινής παραμονής: Στέκομαι στο πεζοδρόμιο, ο αέρας να παγώνει τα δάχτυλα που με επιμονή κρατούν το τσιγάρο και αντιλαμβάνομαι ότι δεν είναι η πρώτη αλλαγή χρονιάς χωρίς τη γιαγιά, είναι η πρώτη αλλαγή χρονιάς χωρίς το σκυλί μας. Αν και ξέρω και πάλι ότι ο οικογενειακός ιστός δεν θα καταρρεύσει από την απώλεια αυτή, νιώθω μια ανησυχία. Όχι ότι ακριβώς μεγαλώνουμε, αλλά ότι λιγοστεύουμε. Μείναμε τέσσερις, δύο γονείς και εμείς τα δύο παιδιά τους, ενήλικες άνθρωποι στα τριάντα. Λιγοστεύουμε, μικραίνει η οικογένεια. Είχε πολύ κρύο μέχρι να φτάσω στο σπίτι των γονιών μου.

΄