Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012

i hate it here #2

Είναι περίεργες οι μέρες τούτες.

Ένας ακόμα θανάτος προ τριών μηνών, και αρχίζει να μοιάζει με στίχους από ποίημα. "Ένα θάνατο πάρε και δώσε." Ήταν απλή γνωστή, αλλά ήταν και μητέρα δύο παιδιών. Με έναν τρόπο δεν με άγγιξε πολύ, μέχρι που στην κηδεία είδα μία συνάδελφό της να κλαίει στην αγκαλιά μιας άλλης, συναδέλφου και αυτής υποθέτω. Τότε συνειδητοποίησα ότι δεν είναι η κλασική ιστορία που κλωθογυρίζεις στο μυαλό σου, καθησυχάζοντας παράλληλα όποια ανησυχία. Δεν είναι κάτι που συμβαίνει στους άλλους, δεν είναι κάτι που συμβαίνει πιο μετά. Οι συνάδελφοί της ήταν στα τριάντα κάτι, και η ίδια στα τριάντα φεύγα. Όλοι μας μεγαλώνουμε και όλοι φτάνουμε στην ηλικία αυτή, που τελικά δεν σε καθιστά "μεγάλο", απλά λίγο πιο ευάλωτο σε τέτοιες μικρές καταστάσεις, τέτοια μικρά δράματα που λόγω κοινωνικού κύκλου είναι σχεδόν αναπόφευκτο ότι θα βιώσεις (όσο μικρός και αν είναι ο κύκλος σου).

 Αυτό όμως που θα ήθελα να σημειώσω σήμερα είναι κάτι το οποίο θα ξεχάσω. Περνάω καθημερινά με αυτοκίνητο από ένα σημείο με θέα στη θάλασσα. Έχει αρκετές βάρκες δεμένες σε μια προβλήτα, και σε ένα σημείο είχε τέσσερις πασσάλους μπηγμένους μέσα στη θάλασσα. Θες η απόσταση από την οποία τους έβλεπα, η εγκοπή που κάνει το χώμα στο συγκεκριμένο σημείο χαρίζοντας σου την εικόνα αυτή για μισό δευτερόλεπτο, θες η συγκεκριμένη γωνία, ή ακόμα και η εγγύτητά τους στην ακτή, τους είχα μπερδέψει την πρώτη φορά που τους είδα με ανθρώπους που έμπαιναν στη θάλασσα. Ο ένας πάσσαλος ήταν αρκετά ψηλότερος από τους άλλους τρεις, και οι σχετικές θέσεις τους ταίριαζαν σε μια τέτοια εικόνα. Ο ψηλότερος πάσσαλος είχε ακόμα και μία σχετική κλίση στο κατάλληλο σημείο, ώστε να μοιάζει με ψηλό άνθρωπο που σκύβει ελαφρά. Όλα έδιναν τη σωστή εντύπωση ώστε για δυόμισι χρόνια να περνάω από το σημείο αυτό και να βλέπω τον πατέρα και τα τρία παιδιά να παίζουν μπαίνοντας στη θάλασσα. Αποτελούσε μια στιγμή παγωμένη στο χρόνο, ακέραιη και ανεπηρέαστη από καιρικές συνθήκες ή τις διαθέσεις των περαστικών.

Μέσα στα μέσα του Σεπτέμβρη όμως, παρατήρησα ότι κάποιος είχε αφαιρέσει τους πασσάλους. Δεν ήταν κάποιο γεγονός μεγάλης σημασίας, ήταν εκεί και τώρα δεν είναι. Η πλειονότητα του κόσμου δεν θα το προσέξει καν. Υπάρχει όμως ένα μικρό ποσοστό που θα το προσέξει.

Η σταθερότητα είναι κάτι που συχνά υποτιμάμε, ακόμα και υπονομεύουμε. Επιζητούμε την αλλαγή, το διαφορετικό, το αλατοπίπερο για την άνοστη ζωή που καταλήγουμε να έχουμε. Και όμως, μέσα στη δική μου ζωή, που έχει τα πάνω και τα κάτω της, τις χαρές, τις λυπές, τους θυμούς και τις συγκινήσεις, οι τέσσερις άνθρωποι που έμπαιναν στη θάλασσα, παγιδευμένοι εν κινήσει στην ακινησία τους, πρόσφεραν σε μένα μία σταθερότητα. Ο άντρας που ήταν μέχρι το γόνατο στο νερό , ο πατέρας που προπορευόταν των δύο εκ δεξιών παιδιών του και ήταν ελάχιστα πιο πίσω από το παιδί στα αριστερά του, που έσκυβε ελαφρά για καλύτερη ισορροπία, και τα τρία παιδιά που φώναζαν και ανυπομονούσαν να φτάσουν στο σημείο που πλέον δεν θα έφταναν τον πυθμένα με τα πέλματά τους.

Θα μπορούσα να πω κάθε εποχή τι συμβόλιζε η εικόνα αυτή για μένα, αλλά κάτι τέτοιο θα αποτελούσε απλά μια εκλογίκευση και μια κατάτμηση ενός συνεχούς. Με κακοκαιρία, με κύματα, με βροχή και άνεμο, όταν φυσούσε, όταν είχε ζέστη και ήλιο ή απλή συννεφιά, οι τέσσερις αυτοί άνθρωποι έμπαιναν στη θάλασσα, ενεπηρέαστοι από οτιδήποτε συνέβαινε γύρω τους.

Και ειναι από αυτά τα μικρά πράγματα, από τα παιχνίδια που υιοθετείς γιατί ξεγελούν το μάτι και στο χρόνο καθιερώνονται,  που άμα τα σταματήσεις ξεχνιούνται εύκολα. Αν και ένα μήνα μετά ακόμα στρέφεται το μάτι μου όταν περνάω από εκείνο το σημείο, θα έρθει η στιμγή που θα το ξεχάσω και μόνο περιστασιακά θα επανέρχεται και θα φεύγει πάλι. Όχι οτί με πειράζει πολύ, ήταν κάτι και τώρα είναι κάτι άλλο.

Απλά με τον τρόπο μου θελω να αναγνωρίσω τους τέσσερις πάσσαλους στη θάλασσα για αυτό που ήταν: μια ευχάριστη συνάντηση κάθε μέρα, μία σταθερότητα, μία ευπροσδεκτη στιγμή ξεγνοιασιάς και ελαφρότητας